- ακόρντο
- το аккорд;
τελευταίο ακόρντο — заключительный аккорд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τελευταίο ακόρντο — заключительный аккорд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακόρντο — το (Μουσ.) συγχορδία … Dictionary of Greek
ακόρντο — το (λ. ιταλ.), μουσική αρμονία, η συγχορδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek